Συχνό είναι το φαινόμενο κάποιοι επιχειρηματίες ή επιχειρήσεις να προσπαθούν να αντιγράψουν προϊόντα άλλων ανταγωνιστών τους. Αυτό υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις είναι παράνομο σύμφωνα με όσα αναλύουμε παρακάτω
Είναι σύνηθες στην καθημερινή εμπορική πρακτική να γίνεται χρήση ονόματος, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχείρησης, κάποιου εμπορεύματος ή εντύπου, κατά τρόπο δυνάμενο να προκαλέσει σύγχυση με το όνομα, την εμπορική επωνυμία ή το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα το οποίο μεταχειρίζεται νόμιμα κατά τις συναλλαγές άλλος έμπορος. Μία τέτοιας φύσεως υπόθεση αναλήφθηκε προσφάτως και από τη δικηγορική μας εταιρεία.
Από τις διατάξεις λοιπόν των άρθρων 13 §§ 1 και 3 ν. 146/1914 προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την προστασία ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος προϊόντος ή υπηρεσίας, όρος που περιλαμβάνει τον διασχηματισμό, είναι: α) η επικράτηση ή καθιέρωσή του στις συναλλαγές και β) η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου σύγχυσης, ο οποίος συντρέχει όταν το οικείο κοινό πιστεύει ή ενδέχεται να πιστέψει ότι τα προϊόντα που διατίθενται ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στο εμπόριο με το προγενέστερο ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα (διασχηματισμό) και τα προϊόντα που διατίθενται ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται υπό το μεταγενέστερο προέρχονται είτε από την ίδια επιχείρηση, είτε από επιχειρήσεις που έχουν οικονομική σχέση (ΑΠ 1803/07, ΕΕμπΔ 2008, 377, ΑΠ 241/91 ΕλλΔνη 1993, 60, ΑΠ 1388/2004 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1123/2002 ΕΕμπΔ 2002 σ. 887, ΜΠρΑθ 1265/2005 ΕΕμπΔ 2005 σ. 628, ΕφΑθ 4661/2003 ΕλΔνη 2005 σ. 508, ΕφΑθ 10015/2005 ΕλΔ 2006 σ. 1457, ΠΠρΑθ 477/2005 ΕΕμπΔ 2005 σ. 385, ΠΠρΘεσσ 30040/2001 ΔΕΕ 2002 σ. 708, ΠΠρΑθ 6778/2004 ΕΕμπΔ 2005 σ. 634, ΕφΑθ 2561/2010 ΕλΔ 2011 σ. 823).
O κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές, ενώ δεν απαιτείται η επέλευσή του, αλλά αρκεί η δυνατότητα να επέλθει, ούτε χρειάζεται να συντρέχει κίνδυνος παραπλάνησης της πλειονότητας των καταναλωτών, αλλά αρκεί να υπάρχει η δυνατότητα για ένα, όχι εντελώς ασήμαντο τμήμα απ’ αυτούς, δηλαδή αρκεί η παραπλάνηση να έχει έκταση εμπορικά αξιόλογη ή αισθητή (βλ. ΑΠ 97/2016 ΔΕΕ 2016.650, ΑΠ 1795/2014 ΕπισκΕΔ 2014.565, Δ. Τζουγανάτο, στο συλλογικό έργο «Αθέμιτος ανταγωνισμός», 1996, άρθρα 13-15 αρ. 22, 28 επ., Δ. Κουτσούκη, στο συλλογικό έργο «Αθέμιτος ανταγωνισμός», 1996, άρθρα 13-15 αρ. 220 επ.).
Για αυτό σημειώνει η νομολογία ότι προσβολή υπάρχει εφόσον προκαλείται σύγχυση στον καταναλωτή, ο οποίος συνήθως δεν έχει ούτε τον χρόνο ούτε ειδική αφορμή να εντείνει ιδιαίτερα την προσοχή του στη διαφορά ανταγωνιστικών προϊόντων, ακόμα και αν οι διαφορές που υπάρχουν σε κάθε περίπτωση παραποίησης ή απομίμησης προϊόντων είναι επουσιώδεις, με αποτέλεσμα να παρασύρεται στην αγορά των όμοιων προϊόντων από την ύπαρξη ουσιωδών ομοιοτήτων και όχι επουσιωδών διαφορών αυτών (ΕφΘεσ 3586/1991 Αρμ 46, 144).
Η απαγορευτική γενική ρήτρα του άρθρου 1 του ν. 146/1914 προϋποθέτει για την εφαρμογή της πράξη που: α) επιχειρείται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές εργασίες β) γίνεται προς τον σκοπό ανταγωνισμού και γ) αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου του οικείου συναλλακτικού κύκλου, ο οποίος, κατά τη γενική αντίληψη, σκέπτεται και ενεργεί με φρόνηση και χρηστότητα (βλ. ΟλΑΠ 2/2008 ΔΕΕ 2008.949). Στο πλαίσιο αυτό απαγορεύεται ως αντικείμενη στα χρηστά ήθη πράξη ανταγωνισμού και η λεγόμενη «δουλική απομίμηση» προϊόντος υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) την ανταγωνιστική πρωτοτυπία του προϊόντος ξένης εργασίας, η οποία (πρωτοτυπία) υφίσταται όταν είναι ικανή να υποδηλώσει στις συναλλαγές την προέλευση του προϊόντος από ορισμένη επιχείρηση.
Έτσι, ανταγωνιστική πρωτοτυπία έχει εκείνο το προϊόν, που λόγω της τεχνικής ή αισθητικής διαμόρφωσής του, των συστατικών του ή των άλλων ιδιοτήτων του, δημιουργεί την ικανότητα να εξατομικεύεται και να διαφοροποιείται από άλλα ομοειδή προϊόντα άλλης προέλευσης. Συνεπώς, το στοιχείο της ανταγωνιστικής πρωτοτυπίας ελλείπει εάν πρόκειται για προϊόντα μαζικής παραγωγής ή καθημερινής κοινοτυπίας ή για προϊόντα που αποτελούν τα ίδια προϊόντα πιστής αντιγραφής από άλλα πρωτότυπα, β) ο κίνδυνος σύγχυσης και γ) η γνώση του απομιμούμενου ότι κάνει χρήση του προτύπου.
Ωστόσο, η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων δεν είναι αναγκαία όταν συντρέχουν ειδικά περιστατικά, τα οποία επαρκούν για να θεμελιωθεί ο επικαλούμενος αθέμιτος ανταγωνισμός. Οπότε η αναπαραγωγή προϊόντων ξένης εργασίας με βάση πιστή και απαράλλακτη αντιγραφή των τελευταίων από τον απομιμούμενο - πράξη που δεν συμβάλλει στην πρόοδο της ολότητας - είναι δυνατόν να έχει τέτοιο βάρος σε συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε η απομίμηση να λαμβάνει το χαρακτήρα του αθεμίτου, έστω και εάν δεν συντρέχουν τα στοιχεία της πρωτοτυπίας και του κινδύνου της συγχύσεως (βλ. ΕφΠειρ 405/2014 «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 2561/2010 ΕλλΔνη 2011.823). Η νομολογία παγίως κρίνει ότι «δεν επιτρέπεται ο επιχειρηματίας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) να προβεί στην πλήρη απομίμηση ενός προϊόντος, που παράγεται από άλλον, εφόσον αυτό γίνεται με πρόθεση αθεμίτου ανταγωνισμού, ήτοι προσελκύσεως της πελατείας του αντιπάλου». (ad hoc απολύτως κρατούσα άποψη βλ. ΕφΑθ 6749/2004 ΕλΔ 2005 σ. 503, ΕφΑθ 4519/2010 ΔΕΕ 2011 σ. 43).
Πολλές φορές μπορεί να ασκηθεί παρέμβαση από άλλους εμπόρους υπέρ της ενάγουσας, της οποίας χρησιμοποιούνται παράνομα διακριτικά της στοιχεία, η οποία για να είναι τυπικά παραδεκτή εφαρμόζονται τα άρθρα 68, 80, 81 § 1, 111 και 215 § 1 ΚΠολΔ. Όσον αφορά την παράλειψη επίδοσης της πρόσθετης παρέμβασης στην ενάγουσα - υπέρ ης δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να έχει προταθεί από την τελευταία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 159 αρ. 3 και 160 § 1 ΚΠολΔ (βλ. ΟλΑΠ 1/1996 ΕλλΔνη 1996.1301, Ν. Νίκα σε Νίκα/Κεραμέα/Κονδύλη, ΚΠολΔ I, 2000, 81, αρ. 1).